Ψυχολόγος Θεσσαλονίκη - Κατερίνα Τζιωρίδου
Resilience

Resilience: Ή πώς να ρίχνουμε ξύλο στον εαυτό μας

του Λύο Καλοβυρνά / lyo.gr

Μια θεραπευόμενή μου τις προάλλες κατηγορούσε τον εαυτό της που δεν έχει καταφέρει να γίνει πιο resilient στις δύσκολες καταστάσεις που βιώνει. Σαν να απέτυχε σε κάτι πολύ σημαντικό. Το αυτομαστίγωμά της με προβλημάτισε: από πότε έχουμε αναγάγει τη resilience σε επιθυμητή αξία; Κι εδώ που τα λέμε, τι διάολο σημαίνει resilience, ή «ψυχική ανθεκτικότητα», όπως συνήθως μεταφράζεται στα ελληνικά;

Καταρχάς, είναι μια λέξη που δεν έχει μονολεκτικό μεταφραστικό ισοδύναμο στα ελληνικά, γι’ αυτό κι όλοι οι θεραπευόμενοί μου χρησιμοποιούν την αγγλική. Σημαίνει την ελαστικότητα ενός υλικού και ως εκ τούτου την αντοχή του. Συνεκδοχικά, μεταφορικά σημαίνει την ικανότητα ενός ανθρώπου να συνέρχεται εύκολα και γρήγορα από τα χτυπήματα της ζωής· χρησιμοποιείται με την έννοια ότι του «αντέχω, δεν το βάζω κάτω, δεν αφήνω τα πράγματα να με επηρεάζουν τόσο βαθιά», το λεγόμενο «bounce back» που κάνουν τα ελαστικά υλικά χωρίς να σπάνε. Είναι αυτό καλό πράγμα; Είναι καλό να μην αφήνω άσχημα πράγματα να με επηρεάζουν τόσο βαθιά; Κι αν ναι, είναι καλό σε όλες τις καταστάσεις;

Είναι πιο χρήσιμο να εξετάσουμε αυτή την έννοια και τα πλεονεκτήματα/μειονεκτήματά της σε συγκεκριμένα παραδείγματα, ειδάλλως διατρέχουμε τον κίνδυνο της απολυτότητας. Η ρεζίλιενς προωθείται και καλλιεργείται ειδικά σε επαγγελματικά περιβάλλοντα, αλλά όχι μόνο, ως μια δεξιότητα που είναι χρήσιμο να μαθευτεί γιατί βοηθάει το άτομο να αντεπεξέρχεται σε δυσκολίες, προκλήσεις και άλλα εμπόδια που συναντά στον δρόμο του. Πράγματι, το να με απορρίψει ένας γκόμενος που γουστάρω κι εγώ να πέσω να πεθάνω από την αυτολύπηση σίγουρα δεν με πάει μπροστά στη ζωή. Αναμφίβολα, θα μου έκανε καλό να κλάψω όσο είναι να κλάψω, να ζητήσω στήριξη απ’ τους φίλους μου και να σταθώ πάλι στα πόδια μου, έτοιμος για νέες γνωριμίες. Εξίσου επιζήμιο είναι αν αναγκάζομαι να δουλεύω μ’ έναν συνεργάτη που με υπομονεύει ή με διαβάλλει να εγκλωβιστώ στον θυμό μου ή στην ηττοπάθεια ότι τίποτα δεν θ’ αλλάξει, πιστεύοντας ότι δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω ή αρρωσταίνοντας που λούζομαι τη συμπεριφορά του χωρίς ν’ αντιδρώ. Θα με βοηθούσε να επεξεργαστώ τα συναισθήματά μου –τον θυμό μου για την αδικία, τον φόβο μου ότι η κατάσταση ίσως χειροτερέψει αν βάλω όρια, την αγανάκτησή μου ότι δεν θα βρω το δίκιο μου– και στη συνέχεια να αναλάβω δράση, να κάνω κάτι γι’ αυτό που με ταλαιπωρεί.

Στις παραπάνω περιπτώσεις και σε πολλές άλλες το να είμαι ρεζίλιεντ σημαίνει να κοιτάξω κατάματα τη βλάβη που παθαίνω, να επεξεργαστώ τα δύσκολα συναισθήματα που μου προκαλεί αυτή η βλάβη και στη συνέχεια να με φροντίσω, ώστε να με προστατέψω από αυτή τη βλάβη με όποιον τρόπο έχω στη διάθεσή μου (και όποιον τρόπο συνάδει με το αξιακό μου σύστημα). Αυτή η δεξιότητα είναι χωρίς αμφιβολία ωφέλιμη, διότι:

  • αποκτώ μια αίσθηση ελέγχου της κατάστασης και δεν νιώθω παθητικός δέκτης· δεν θυματοποιούμαι.
  • λύνω το πρόβλημά μου – ή τουλάχιστον προσπαθώ να το λύσω.
  • με φροντίζω συναισθηματικά, δηλαδή αναγνωρίζω ότι μια κατάσταση με βλάπτει και μου προξενεί θυμό, στεναχώρια, αγανάκτηση κοκ, ώστε να ζητήσω στήριξη γι’ αυτό που παθαίνω, αντί απλά να βουλιάζω στο συναίσθημά μου και στην ηττοπάθεια ή να προσποιούμαι ότι όλα είναι καλά επειδή δεν αντέχω να δω την κατάσταση κατάματα.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία της ψυχικής ανθεκτικότητας είναι ωφέλιμα, ώστε ν’ αντιμετωπίζω αποτελεσματικά ό,τι πρόβλημα μου φέρνει η ζωή χωρίς να ισοπεδώνομαι. Όμως είναι η ρεζίλιενς πάντοτε ωφέλιμη; Ας εξετάσουμε κάποιες άλλες καταστάσεις:

Είμαι σε μια κακοποιητική σχέση, στην οποία ο σύντροφός μου με μειώνει, με υπονομεύει, μου ασκεί ψυχολογική και σωματική βία. Είμαι σε κακοποιητική δουλειά, όπου το αφεντικό μου μού φέρεται απαξιωτικά, με κακοπληρώνει, με πιέζει να συναινέσω σε τοξικές συνθήκες εργασίας όπου απαξιώνομαι ως άνθρωπος. Είμαι σε μια οικογένεια, όπου ένας γονιός μού ασκεί λεκτική ή/και σωματική βία, με ακυρώνει, με εκμεταλλεύεται, με κακοποιεί. Τι μορφή θα έπαιρνε η ρεζίλιενς σε τέτοιες καταστάσεις;

Καταρχάς, καλούμαι ν’ αναγνωρίσω τη βλάβη που υφίσταμαι, δηλαδή ότι δεν είμαι εγώ υπερευαίσθητος, αλλά ότι όντως ζω κάτι που μου κάνει κακό. Δεύτερον, να επεξεργαστώ τον ψυχικό πόνο που μου προξενεί αυτή η κακοποιητική κατάσταση και τρίτον, να εξετάσω αν μπορώ να λύσω το πρόβλημά μου, δηλαδή να σταματήσω το άτομο που με βλάπτει να μου κάνει κακό. Κι εδώ ακριβώς είναι το ζουμί της υπόθεσης: Τι συμβαίνει αν δεν μπορώ να σταματήσω τη βλάβη που υφίσταμαι; Ο σύντροφος εξακολουθεί να με δέρνει· ο προϊστάμενος συνεχίζει να με ξεφτιλίζει· ο γονιός συνεχίζει να με κακοποιεί. Τι μορφή παίρνει το ρεζίλιενς σε αυτές τις περιπτώσεις;

Συχνά στην ψυχοθεραπεία αρκετά άτομα μου ζητάνε να τα βοηθήσω να μάθουν πώς μην να τα επηρεάζει μια άσχημη κατάσταση που βιώνουν: «Θέλω να πάψω ν’ αφήνω τις μαλακίες που μου λέει η μάνα μου να με παίρνουν από κάτω» ή «ο πατέρας μου συνέχεια με ξεφτιλίζει αλλά θέλω να μην το αφήνω αυτό να μπαίνει μέσα μου» ή «ο προϊστάμενός μου μου φέρεται σαν σκουπίδι μπροστά στους πελάτες αλλά θέλω ν’ αδιαφορώ». Με άλλα λόγια, ζητάνε να τους βοηθήσω να μάθουν να παραμένουν σε φριχτές καταστάσεις χωρίς να επιβαρύνονται από αυτές. Πώς σκατά θα γίνει αυτό; Αλλά και να το καταφέρναμε με κάποιον μαγικό τρόπο, είναι για καλό; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι!

Σε πολλές κακοποιητικές καταστάσεις, η περιβόητη ψυχική ανθεκτικότητα είναι τελικά βλαβερή, διότι στην ουσία σημαίνει ν’ αναγκάσουμε τον εαυτό μας ν’ ανεχόμαστε την κακοποίηση ενώ ταυτόχρονα πιέζουμε τον εαυτό μας να μη διαμαρτύρεται· ν’ αντέχουμε. Όμως δεν πρέπει ν’ αντέχουμε τα πάντα! Ρεζίλιενς δεν μπορεί να σημαίνει να μη με επηρεάζει η βία των άλλων. Αν θέτω τέτοιο στόχο, τότε δεν είναι ψυχοθεραπεία που χρειάζομαι αλλά κάποια μοναστική πρακτική τύπου ζεν – και πάλι χωρίς εξασφαλισμένα αποτελέσματα.

Δεν θέλω να είμαι ψυχικά ανθεκτικός σε όποια κατάσταση σκάει πάνω μου. Θέλω να μην μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ όταν ακούω για γυναικοκτονίες! Θέλω να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όταν ακούω για γονείς που κακοποιούν τα παιδιά τους! Θέλω να μου γυρνάνε τ’ άντερα όταν βιώνω μια κοινωνική αδικία. Τα δύσκολα, αρνητικά συναισθήματά μου σε τέτοιες συνθήκες αποτελούν ένα χρησιμότατο ηθικό και συναισθηματικό βαρόμετρο ότι κάτι σοβαρό δεν πάει καλά· με ωθούν να δράσω, όχι ν’ ανεχτώ, ν’ απευαισθητοποιηθώ σε αυτό που συμβαίνει και να το μετασχηματίσω μέσα μου σε κάτι άλλο.

Δεν είναι ρεζίλιεντ να συνεχίσω ν’ ανέχομαι ένα αφεντικό που με αρρωσταίνει με την κακοποιητική συμπεριφορά του – είναι εσωτερικός βιασμός. Δεν είναι ρεζίλιεντ να συνεχίσω ν’ ανέχομαι μια μάνα που με ακυρώνει καθημερινά – είναι εσωτερικός βιασμός. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν με κάποιον μαγικό τρόπο οι τοξικές συμπεριφορές πάψουν να με επηρεάζουν θα σημαίνει ότι έχω εξουδετερωθεί ως άνθρωπος, έχω χάσει κάθε αυτοσεβασμό και δυνατότητα αυτοφροντίδας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να παραμείνω θυμωμένη, λυπημένη, σκασμένη, γιατί αυτά τα συναισθήματα μου δείχνουν ότι υφίσταμαι βλάβη. Τα δυσβάσταχτα συναισθήματά μου θα με σπρώξουν ν’ απομακρυνθώ από τη βλάβη.

Κι εδώ είναι το δυσκολάκι: Το ρεζίλιενς συχνά, τραγικά συχνά, χρησιμοποιείται ως κομψή δικαιολογία ανοχής σε κακοποιητικές καταστάσεις. Είναι ένα ακόμα εργαλείο του καπιταλισμού και της θετικής ψυχολογίας να μετατοπίσουμε το κέντρο βάρους στο άτομο και όχι στο σύνολο που νοσεί. Όμως η ψυχοθεραπεία ποτέ δεν είναι μόνο ατομική δουλειά· κανένας μας δεν είναι μόνο άτομο. Όλες μας είμαστε ταυτόχρονα μέλη ευρύτερων συνόλων: οικογένεια, χώρος εργασίας, γειτονιά, πόλη, χώρα κτλ. Αν νοσεί το περιβάλλον μου, πώς διάολο εγώ μόνος μου με τη δική μου ατομική δουλειά θα είμαι καλά μέσα σε αυτό; Όση καταπληκτική δουλειά να κάνω με τον εαυτό μου στην ψυχοθεραπεία μου, αν το βράδυ επιστρέφω σ’ ένα σπίτι που με κακοποιούν δεν γίνεται να είμαι καλά. Πολλές φορές, οι προσπάθειές μου να βάλω τέλος στην κακοποίηση δεν πετυχαίνουν γιατί, πολύ απλά, οι άλλοι άνθρωποι δεν θέλουν το καλό μου κι εγώ δεν έχω θεϊκές δυνάμεις. Η μοναδική λύση σε τέτοιες κακοποιητικές καταστάσεις, όταν παρά τις προσπάθειές μου η κακοποίηση δεν σταματά, είναι το ν’ αποχωρήσω, όχι το να επιδείξω ρεζίλιενς. Κι ακριβώς επειδή πολύ συχνά το ν’ αποχωρήσω από μια τοξική σχέση μ’ ένα γονιό ή από μια φριχτή δουλειά όταν δεν έχω εύκολες εναλλακτικές είναι κάτι πραγματικά δύσκολο, απαιτώ από τον εαυτό μου να πιεστεί να παραμείνει και μάλιστα να μη μ’ επηρεάζει από πάνω. «Αφού ξέρω ότι πάντα έτσι φέρεται η μάνα μου, δεν μπορώ να μάθω να μη μ’ επηρεάζει η συμπεριφορά της;» Όχι, ξεκάθαρα όχι! Είναι σαν να ζητάω απ’ τον εαυτό μου όταν με χαρακώνουν, εγώ να μην αιμορραγώ γιατί κατανοώ, με τη λογική, τους λόγους που συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Δηλαδή, εκλογικεύω τη βία που υφίσταμαι. Ζητάω απ’ τον εαυτό μου να μετατοπιστεί, ν’ αλλάξω εγώ τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Μερικές φορές, όμως, δεν πρέπει ν’ αλλάξω τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, αλλά τα ίδια τα πράγματα – ή ν’ απομακρυνθώ από αυτά.

Ο θυμός μας, η οργή μας, η στενοχώρια μας, ο φόβος μας είναι πολύ χρήσιμα συναισθήματα. Είναι το μέσο που έχει ο οργανισμός μας για ν’ αντιδράει στα ερεθίσματα που λαμβάνουμε, το μοναδικό GPS που έχουμε για να πλοηγούμαστε στη ζωή. Μόνο κακό θα μας κάνει αν το απενεργοποιήσουμε − άσε που δεν γίνεται, απλώς θα κάνουμε gaslighting στον εαυτό μας. Κάποια πράγματα δεν πρέπει να τα δούμε αλλιώς. Δεν είναι η δική μας οπτική που χρειάζεται διόρθωση. Είναι το πλαίσιο που μας περιβάλλει που χρειάζεται διόρθωση – ή αποχώρησή μας από αυτό. Το άσχημο συναίσθημά μου είναι ένα μέσο στοιχειώδους αυτοπροστασίας: εδώ τώρα παθαίνεις κάτι κακό! Κάνε κάτι! Κι αν δεν γίνεται να κάνεις κάτι, φύγε!

Διάβασε Επίσης

Δεν βρέθηκαν άρθρα