Αυτό ήταν το τελευταίο σχόλιο κατά το κλείσιμο της περασμένης συνεδρίας. Υπήρξε φορτισμένο κλίμα με κατακλυσμικά αναδυόμενα συναισθήματα, τα οποία δε μπορούσαν άλλο να μείνουν στην αφάνεια.
Η σύνδεση της επίγνωσης με το συναίσθημα
Ήταν η στιγμή που η γνώση συνδέθηκε για λίγο με το συναίσθημα. Ο εγκέφαλος (η γνωστική πλευρά του εαυτού) είπε: “Αυτό που ακούω δε μ΄ αρέσει”. Η καρδιά (η συναισθηματική πλευρά του εαυτού) είπε: ”Αυτό που ακούω με κάνει να κλαίω”.
Κομβικό σημείο στην πορεία της ατομικής θεραπείας είναι, όταν ο θεραπευόμενος αρχίζει σταδιακά να συνδέει τη γνώση (επίγνωση, συνειδητοποίηση) με το συναίσθημα. Ασφαλής ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση είναι, όταν το αντικείμενο συζήτησης εντός συνεδρίας προκαλεί έντονα συναισθήματα, όπως κλάμα, θυμό, στεναχώρια σε συνδυασμό με σωματικές αντιδράσεις (νευρικότητα στη στάση του σώματος, εφίδρωση, κόμπος στο στομάχι, ξηρότητα στο στόμα). Η αναγνώριση καθώς και η εξωτερίκευση του συναισθήματος που κυριαρχεί σε σχέση με ένα βίωμα (απώλεια, ανεκπλήρωτη επιθυμία, κακοποίηση, μοναξιά) είναι ο δρόμος της θεραπείας. Είναι αυτό που απελευθερώνει χώρο στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου λειτουργώντας ανακουφιστικά και αποφορτιστικά. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να αφοσιωθεί κανείς στο σήμερα, στις καινούριες εμπειρίες, στους τωρινούς στόχους, στην εκπλήρωση των επιθυμιών του παρόντος, στην επίλυση των τρεχόντων θεμάτων που εκκρεμούν.
Η σημαντικότητα των αποκαλύψεων
Από την άλλη μεριά μια τέτοια στιγμή αποκάλυψης στη θεραπευτική πρακτική μπορεί να προκαλέσει εσωτερική αναταραχή, ανισορροπία στον ψυχισμό, η οποία σε πρώτη φάση φαντάζει απειλητική στο άτομο. Είναι λογικό. Οτιδήποτε προκαλεί αναταραχή αρχικά απορρίπτεται. Για το λόγο αυτό συχνά υπερισχύει η άρνηση ως αντίδραση. Πρόκειται για άμυνα, η οποία λειτουργεί ως μηχανισμός αυτοπροστασίας. Εδώ απαιτούνται προσεκτικοί χειρισμοί και επαρκής εμπειρία από την πλευρά της ψυχοθεραπεύτριας. Μια πολύ πρόωρη αποκάλυψη θα προκαλέσει άτεγκτη άρνηση και θα οδηγήσει ακόμη και σε διακοπή της θεραπείας από την πλευρά της θεραπευόμενης (είναι πολύ μεγάλο το σοκ). Ακόμη κι αν χρονικά η αποκάλυψη δεν θεωρείται πρόωρη, χρειάζεται να ζυγιστεί σωστά το ψυχικό βάρος αυτής και οι επιπτώσεις στην θεραπευόμενη. Είναι έτοιμη να ακούσει; Θα το αντέξει; Υπάρχει υποστηρικτικό περιβάλλον γύρω του/της;
Η στάση της ψυχοθεραπεύτριας
Και αν όχι, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή; Το τελευταίο επαφίεται και πάλι στην εμπειρία του ψυχοθεραπευτή και στην ποιότητα της μεταξύ τους σχέσης. Μια καλή θεραπευτική σχέση με γερές βάσεις αντέχει τις δύσκολες αποκαλύψεις, καθώς λειτουργεί προστατευτικά και υποστηρικτικά υπέρ του θεραπευόμενου. Του δίνεται ο χρόνος και το κατάλληλο περιβάλλον να καταθέσει ό,τι και όποτε. Και στη συνέχεια να πάρει και πάλι το χρόνο του μέχρι να αποφασίσει, τι θα κάνει με όσα έχουν έρθει στην επιφάνεια. Είναι σημαντικό να γνωρίζει, ότι αυτό το στάδιο στη θεραπεία είναι απολύτως φυσιολογικό και θεμιτό.
Ακόμη κι αν η θεραπευόμενη επιλέξει να διακόψει την ψυχοθεραπεία, σίγουρα θα έχει έρθει λίγο πιο κοντά σε κάτι δικό της που αποφεύγει.